ἀναβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αναβάλλω, αναβάλω, ἀναβεβλημένος
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀναβάλλω   ἀναβάλλομαι 
Παρατατικός  ἀνέβαλλον   ἀνεβαλλόμην 
Μέλλοντας  ἀναβαλῶ   ἀναβαλοῦμαι & ἀναβληθήσομαι 
Αόριστος  ἀνέβαλον   ἀνεβαλόμην, ἀνεβλήθην 
Παρακείμενος  ἀναβέβληκα   ἀναβέβλημαι 
Υπερσυντέλικος  ἀνεβεβλήκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀναβάλλω < ἀνα- + βάλλω

ἀναβάλλω

  1. ρίχνω επάνω ή προς τα επάνω, τινάζω επάνω
  2. ανεβάζω επάνω
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 4.4
    ὁ δὲ τόπος οὗτος Ἀρμενία ἐκαλεῖτο ἡ πρὸς ἑσπέραν. ὕπαρχος δ᾽ ἦν αὐτῆς Τιρίβαζος, ὁ καὶ βασιλεῖ φίλος γενόμενος, καὶ ὁπότε παρείη, οὐδεὶς ἄλλος βασιλέα ἐπὶ τὸν ἵππον ἀνέβαλλεν.
    Η χώρα αυτή ονομαζόταν δυτική Αρμενία. Υποδιοικητής της ήταν ο Τιρίβαζος, που ήταν φίλος με το βασιλιά και όσες φορές βρισκόταν κοντά του, κανένας άλλος δεν τον βοηθούσε ν᾽ ανέβει στο άλογο, παρά μονάχα αυτός.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  3. αναβάλλω, ακυρώνω
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 584
    μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε δόμοις ἔνι τοῦτον ἄεθλον·
    μην αναβάλλεις άλλο σ᾽ αυτό το σπίτι τον άθλο που αποφάσισες·
    Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
  4. παρεμποδίζω με προφάσεις
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου α′, 14
    μηδ᾽ ἂν ἐξ ἀρχῆς δοκῶ τινι καινὴν παρασκευὴν λέγειν, ἀναβάλλειν με τὰ πράγμαθ᾽ ἡγείσθω.
    και αν ακόμη από την πρώτη στιγμή δώσω σε κάποιον την εντύπωση ότι προτείνω ένα νεωτεριστικό είδος προετοιμασίας, ας μην φανταστεί ότι προσπαθώ να καθυστερήσω τις ενέργειές σας.
    Μετάφραση (2002): Α.Ι. Γιαγκόπουλος - Μ. Αραποπούλου, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  5. (για άλογα) ρίχνω κάτω, γκρεμίζω τον αναβάτη
  6. (για το βλέμμα ή τα μάτια) σηκώνω προς τα επάνω τα μάτια μου
  7. ντύνομαι, φορώ, ρίχνω επάνω μου
  8. διατρέχω κίνδυνο
  9. (στη μέση φωνή) ανακρούω, ξεκινώ να παίζω ή να τραγουδώ
  10. (στη μέση φωνή) θεωρώ ή καθιστώ κάποιον υπεύθυνο για κάτι, ρίχνω τις ευθύνες επάνω του
  11. (στη μέση φωνή) ρίχνω πάνω μου το μανδύα, τον φορώ στους ώμους, ντύνομαι
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1132 (1131-1132)
    ΦΙ. τί οὖν κελεύεις δρᾶν με; ΒΔ. τὸν τρίβων᾽ ἄφες, | τηνδὶ δὲ χλαῖναν ἀναβαλοῦ τριβωνικῶς.
    ΦΙΛ. Λοιπόν, τί θέλεις; ΒΔΕ. Πέτα αυτή την κάπα | και με τη χλαίνα τούτη καπακώσου.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1135
    ΒΔ. ἔχ᾽, ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβὼν καὶ μὴ λάλει.
    ΒΔΕ. Μπρος, φόρεσε τη [χλαίνα] κι άσ᾽ τα λόγια.
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
  12. (στη μέση φωνή) οργίζομαι, εξοργίζομαι
  13. (στη μέση φωνή) καθυστερώ, κωλυσιεργώ
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 410
    μηδ᾽ ἀναβάλλεσθαι ἔς τ᾽ αὔριον ἔς τε ἔνηφι·
    Μην αναβάλλεις κάτι γι᾽ αύριο και μεθαύριο:
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαροςw, Ὀλυμπιονίκαιςw, 1. Ἱέρωνι Συρακοσίῳ κέλητι, 81 Επιμ. Boeck, Pindari opera quae supersunt, 1811. (1.80-1.81)
    ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ᾽ ἄνδρας ὀλέσαις | μναστῆρας ἀναβάλλεται γάμον
    γιατί ως τώρα δεκατρείς ξολόθρεψε | μνηστήρες κι όλο το γάμο αναβάλλει
    Μετάφραση (2004), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
  14. (στην παθητική φωνή) αναβάλλομαι

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη βάλλω


Εκφράσεις

[επεξεργασία]