πεισματάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πεισματάρης | η | πεισματάρα | το | πεισματάρικο |
γενική | του | πεισματάρη | της | πεισματάρας | του | πεισματάρικου |
αιτιατική | τον | πεισματάρη | την | πεισματάρα | το | πεισματάρικο |
κλητική | πεισματάρη | πεισματάρα | πεισματάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πεισματάρηδες | οι | πεισματάρες | τα | πεισματάρικα |
γενική | των | πεισματάρηδων | — | των | πεισματάρικων | |
αιτιατική | τους | πεισματάρηδες | τις | πεισματάρες | τα | πεισματάρικα |
κλητική | πεισματάρηδες | πεισματάρες | πεισματάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πεισματάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πεισματάρης. Συγχρονικά αναλύεται σε πείσμα, πεισματ- + -άρης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pizmaˈtaɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πει‐σμα‐τά‐ρης
Επίθετο
[επεξεργασία]πεισματάρης, -α, -ικο
- που δεν αλλάζει γνώμη εύκολα και εμμένει στις αποφάσεις του παρά τα λογικά επιχειρήματα που επικαλούνται οι άλλοι, ο πείσμων, ο ξεροκέφαλος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- πεισματοσύνη
- → δείτε τη λέξη πείσμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζηλιάρης' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)