χτενίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χτενίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτενίζω < αρχαία ελληνική κτενίζω. Για το θέμα κτεν- → δείτε τη λέξη κτείς
- για τη σημασία «ψάχνω, ερευνώ» < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική comb [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xteˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτε‐νί‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]χτενίζω, αόρ.: χτένισα, παθ.φωνή: χτενίζομαι, π.αόρ.: χτενίστηκα, μτχ.π.π.: χτενισμένος
- περνάω τα μαλλιά μου με μια χτένα, για να τα ξεμπερδέψω και να τους δώσω τη μορφή που θέλω
- (μεταφορικά) ψάχνω εξονυχιστικά μια περιοχή, ερευνώ
- (μεταφορικά) επεξεργάζομαι ένα κείμενο που έχω ήδη γράψει, για να διορθώσω όσα λάθη μού έχουν ξεφύγει
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χτένα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εδώ ο κόσμος καίγεται και η γριά χτενίζεται / εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται για να δηλωθεί αδιαφορία σε σημαντικά ζητήματα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτενίζω | χτένιζα | θα χτενίζω | να χτενίζω | χτενίζοντας | |
β' ενικ. | χτενίζεις | χτένιζες | θα χτενίζεις | να χτενίζεις | χτένιζε | |
γ' ενικ. | χτενίζει | χτένιζε | θα χτενίζει | να χτενίζει | ||
α' πληθ. | χτενίζουμε | χτενίζαμε | θα χτενίζουμε | να χτενίζουμε | ||
β' πληθ. | χτενίζετε | χτενίζατε | θα χτενίζετε | να χτενίζετε | χτενίζετε | |
γ' πληθ. | χτενίζουν(ε) | χτένιζαν χτενίζαν(ε) |
θα χτενίζουν(ε) | να χτενίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χτένισα | θα χτενίσω | να χτενίσω | χτενίσει | ||
β' ενικ. | χτένισες | θα χτενίσεις | να χτενίσεις | χτένισε | ||
γ' ενικ. | χτένισε | θα χτενίσει | να χτενίσει | |||
α' πληθ. | χτενίσαμε | θα χτενίσουμε | να χτενίσουμε | |||
β' πληθ. | χτενίσατε | θα χτενίσετε | να χτενίσετε | χτενίστε | ||
γ' πληθ. | χτένισαν χτενίσαν(ε) |
θα χτενίσουν(ε) | να χτενίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χτενίσει | είχα χτενίσει | θα έχω χτενίσει | να έχω χτενίσει | ||
β' ενικ. | έχεις χτενίσει | είχες χτενίσει | θα έχεις χτενίσει | να έχεις χτενίσει | ||
γ' ενικ. | έχει χτενίσει | είχε χτενίσει | θα έχει χτενίσει | να έχει χτενίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χτενίσει | είχαμε χτενίσει | θα έχουμε χτενίσει | να έχουμε χτενίσει | ||
β' πληθ. | έχετε χτενίσει | είχατε χτενίσει | θα έχετε χτενίσει | να έχετε χτενίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χτενίσει | είχαν χτενίσει | θα έχουν χτενίσει | να έχουν χτενίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χτενίζομαι | χτενιζόμουν(α) | θα χτενίζομαι | να χτενίζομαι | ||
β' ενικ. | χτενίζεσαι | χτενιζόσουν(α) | θα χτενίζεσαι | να χτενίζεσαι | ||
γ' ενικ. | χτενίζεται | χτενιζόταν(ε) | θα χτενίζεται | να χτενίζεται | ||
α' πληθ. | χτενιζόμαστε | χτενιζόμαστε χτενιζόμασταν |
θα χτενιζόμαστε | να χτενιζόμαστε | ||
β' πληθ. | χτενίζεστε | χτενιζόσαστε χτενιζόσασταν |
θα χτενίζεστε | να χτενίζεστε | (χτενίζεστε) | |
γ' πληθ. | χτενίζονται | χτενίζονταν χτενιζόντουσαν |
θα χτενίζονται | να χτενίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χτενίστηκα | θα χτενιστώ | να χτενιστώ | χτενιστεί | ||
β' ενικ. | χτενίστηκες | θα χτενιστείς | να χτενιστείς | χτενίσου | ||
γ' ενικ. | χτενίστηκε | θα χτενιστεί | να χτενιστεί | |||
α' πληθ. | χτενιστήκαμε | θα χτενιστούμε | να χτενιστούμε | |||
β' πληθ. | χτενιστήκατε | θα χτενιστείτε | να χτενιστείτε | χτενιστείτε | ||
γ' πληθ. | χτενίστηκαν χτενιστήκαν(ε) |
θα χτενιστούν(ε) | να χτενιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χτενιστεί | είχα χτενιστεί | θα έχω χτενιστεί | να έχω χτενιστεί | χτενισμένος | |
β' ενικ. | έχεις χτενιστεί | είχες χτενιστεί | θα έχεις χτενιστεί | να έχεις χτενιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει χτενιστεί | είχε χτενιστεί | θα έχει χτενιστεί | να έχει χτενιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χτενιστεί | είχαμε χτενιστεί | θα έχουμε χτενιστεί | να έχουμε χτενιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε χτενιστεί | είχατε χτενιστεί | θα έχετε χτενιστεί | να έχετε χτενιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χτενιστεί | είχαν χτενιστεί | θα έχουν χτενιστεί | να έχουν χτενιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χτενισμένος - είμαστε, είστε, είναι χτενισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χτενισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χτενισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χτενισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χτενισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χτενισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χτενισμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χτενίζω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χτενίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]χτενίζω
- άλλη μορφή του κτενίζω
Πηγές
[επεξεργασία]- κτενίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)