Dela

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Dela < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Dela αρσενικό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 [1], φύλλο Miehet kaikki



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Dela < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Dela αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [2]