Geschäft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Geschäft (de) ουδέτερο

  • το μαγαζί
    wann machen die Geschäfte zu? - πότε κλείνουν τα μαγαζιά;