Pension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Pension | die | Pensionen |
γενική | der | Pension | der | Pensionen |
δοτική | der | Pension | den | Pensionen |
αιτιατική | die | Pension | die | Pensionen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Pension (de) θηλυκό
- σύνταξη (ποσό που παίρνει ένας συνταξιούχος)