θάμνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θάμνος | οι | θάμνοι |
γενική | του | θάμνου | των | θάμνων |
αιτιατική | τον | θάμνο | τους | θάμνους |
κλητική | θάμνε | θάμνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θάμνος < αρχαία ελληνική θάμνος < θαμινός (πυκνός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈθa.mnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θά‐μνος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θάμνος αρσενικό
- (βοτανική) κάθε φυτό με ξυλώδη βλαστό και σχετικά χαμηλό ύψος· διακρίνεται από το δέντρο από την απουσία κορμού καθώς τα κλαδιά αναπτύσσονται από την επιφάνεια του εδάφους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- θάμνος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)