Umfrage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Umfrage | die | Umfragen |
γενική | der | Umfrage | der | Umfragen |
δοτική | der | Umfrage | den | Umfragen |
αιτιατική | die | Umfrage | die | Umfragen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Umfrage (de) θηλυκό