adhesive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]adhesive (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]adhesive (en)
- ουσία που λειτουργεί ως κόλλα
- το αυτοκόλλητο
adhesive (en)
adhesive (en)