affectation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.fɛk.ta.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
affectation | affectations |
affectation (fr) θηλυκό
- η διάθεση
- η προσποίηση, η επιτήδευση
- η εκχώρηση