amaretto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
amaretto | amaretti |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- amaretto < amar(o) + υποκοριστικό επίθημα -etto
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.maˈret.to/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]amaretto (it)
Πηγές
[επεξεργασία]- amaretto - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).