attraction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attraction | attractions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attraction (en)
- η έλξη (η δύναμη που έλκει)
- η έλξη (που νιώθει κάποιος)
- Συνώνυμα: appeal
- η ατραξιόν (πχ ένα ελκυστικό μέρος)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.tʁak.sjɔ̃/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attraction | attractions |
attraction (fr) θηλυκό
- η έλξη, η δύναμη που έλκει, η πράξη του να έλκω
- (φυσική) η δύναμη που ελκύει τα αντικείμενα μεταξύ τους
- → δείτε τη λέξη gravitation
- (γλωσσολογία) η μετατροπή ενός γράμματος, μιας μορφής, κ.λπ., χάρη στην επίδραση ενός γειτονικού γράμματος, μορφής, κ.λπ.
- (αγγλισμός) η ελκυστικότητα, που ελκύει
- η ατραξιόν
- η εταιρία που ασχολείται με την ψυχαγωγία