aune

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aune aunes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aune (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • mesurer à l'aune de...: μετρώ κάτι βάσει...