aune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aune | aunes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aune (fr) θηλυκό
- ο πήχυς
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- mesurer à l'aune de...: μετρώ κάτι βάσει...
ενικός | πληθυντικός |
aune | aunes |
aune (fr) θηλυκό