bishop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Bishop
      ενικός         πληθυντικός  
bishop bishops

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bishop (en)

  1. (χριστιανισμός) ο επίσκοπος, ο δεσπότης
  2. (σκάκι) ο αξιωματικός, ο τρελός
  3. (αργκό) το πουλί, το πέος

Συγγενικά

[επεξεργασία]