bishop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bishop | bishops |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bishop (en)
- (χριστιανισμός) ο επίσκοπος, ο δεσπότης
- (σκάκι) ο αξιωματικός, ο τρελός
- (αργκό) το πουλί, το πέος