bloom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bloom | blooms |
bloom (en)
- το άνθος
- ⮡ an orange bloom - άνθος πορτοκαλιάς
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bloom |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blooms |
αόριστος | bloomed |
παθητική μετοχή | bloomed |
ενεργητική μετοχή | blooming |
- ανθίζω
- ⮡ All the plants bloom in spring.
- Την άνοιξη ανθίζουν όλα τα φυτά.
- ⮡ The blooming lemon trees smell.
- Μυρίζουν οι ανθισμένες λεμονιές.
- ⮡ All the plants bloom in spring.