blow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blow blows

blow (en)

  1. φύσημα, ριπή ανέμου
  2. το χτύπημα
  3. (μεταφορικά) χτύπημα, πλήγμα
    ※  The record shows I took the blows
    And did it my way
    Η ιστορία [μου] δείχνει ότι δέχτηκα πλήγματα
    Και το έκανα με το δικό μου τρόπο.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι My Way, (1969) Φρανκ Σινάτρα
ενεστώτας blow
γ΄ ενικό ενεστώτα blows
αόριστος blew
παθητική μετοχή blown
ενεργητική μετοχή blowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

blow (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) φυσάω, εκπνέω
    ⮡  He was blowing on his fingers to warm them.
    Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα ζεστάνει.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) φυσάω, πνέω, για άνεμο
    ⮡  The wind is blowing at 10 miles per hour.
    Ο άνεμος φυσάει με 10 μίλια την ώρα.
    ⮡  There’s a sea breeze blowing.
    Πνέει θαλασσινή αύρα.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) γκρεμίζω, παίρνω, πέφτω, με κινεί ο αέρας, η ανάσα κάποιου κτλ.· κινώ κάτι με αυτόν τον τρόπο
    ⮡  The wind blew down our chimney.
    Ο αέρας γκρέμισε την καμινάδα μας.
    ⮡  The wind blew my hat/the roof off.
    Ο αέρας πήρε το καπέλο μου/τη στέγη.
    ⮡  Several trees were blown down in the storm.
    Έπεσαν πολλά δέντρα με τη θύελλα.
  4. (μεταβατικό) παίρνω, σπάω κάτι ανοιχτό με εκρηκτικά
    ⮡  The shell blew off his right arm.
    Η οβίδα του πήρε το δεξί χέρι.
  5. (μεταβατικό, αργκό) ξοδεύω χωρίς σκοπό τα χρήματά μου, τα σκάω, πετάω
    ⮡  He blows his money for nothing.
    Ξοδεύει τα χρήματα του για το τίποτα.
    ⮡  I blew £5 on that hat.
    Έσκασα 5 λίρες γι' αυτό το καπέλο.
    ⮡  I blew 100 euros at the casino yesterday.
    Πέταξα 100 ευρώ στο καζίνο χθες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη waste
  6. (χυδαίο) τσιμπουκώνω, παίρνω πίπα
  7. εκρήγνυμαι
  8. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω μια ευκαιρία, ένα πλεονέκτημα
    ⮡  I blew my chance.
    Πέταξα την ευκαιρία μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη waste

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]