blunder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
blunder | blunders |
blunder (en)
- η γκάφα, ανόητο λάθος ή λάθος από αδεξιότητα
- ⮡ I prevented him from making a blunder.
- Τον πρόλαβα να μην κάνει καμία γκάφα.
- ⮡ I prevented him from making a blunder.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | blunder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blunders |
αόριστος | blundered |
παθητική μετοχή | blundered |
ενεργητική μετοχή | blundering |
blunder (en)
- κάνω γκάφα
- παραπαίω, κινούμαι αδέξια
- ⮡ He went blundering down the street.
- Κατέβαινε το δρόμο παραπαίοντας.
- ⮡ He went blundering down the street.