blunder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blunder blunders

blunder (en)

  • η γκάφα, ανόητο λάθος ή λάθος από αδεξιότητα
    ⮡  I prevented him from making a blunder.
    Τον πρόλαβα να μην κάνει καμία γκάφα.
ενεστώτας blunder
γ΄ ενικό ενεστώτα blunders
αόριστος blundered
παθητική μετοχή blundered
ενεργητική μετοχή blundering

blunder (en)

  1. κάνω γκάφα
  2. παραπαίω, κινούμαι αδέξια
    ⮡  He went blundering down the street.
    Κατέβαινε το δρόμο παραπαίοντας.