bomba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bomba (bs)
- η βόμβα
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bomba < λατινική bombus < αρχαία ελληνική βόμβος, ηχομιμητική λέξη
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μπόμπα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bomba (it)
- η βόμβα
- (γλυκό) ιταλικό γλυκό, ζύμη κέικ, γεμίζεται με κρέμα, σοκολάτα ή μαρμελάδα
- ποτό ή ότι ντοπάρει τεχνητά έναν αθλητή για αν έχει καλύτερες επιδόσεις.
Ουγγρικά (hu)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bomba (hu)
- η βόμβα
Κατηγορίες:
- Βοσνιακή γλώσσα
- Ουσιαστικά (βοσνιακά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ιταλικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (ιταλικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Γλυκά (ιταλικά)
- Ουγγρική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ουγγρικά)