cane
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cane | canes |
cane (en)
- το μπαστούνι, το ραβδί
- ⮡ He has difficulties walking without a cane.
- Δυσκολεύεται να περπατήσει χωρίς μπαστούνι.
- ⮡ He has difficulties walking without a cane.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cane |
γ΄ ενικό ενεστώτα | canes |
αόριστος | caned |
παθητική μετοχή | caned |
ενεργητική μετοχή | caning |
cane (en)
- ραβδίζω
- ⮡ I caned him so he wouldn’t do it again.
- Τον ράβδισα για να μην το ξανακάνει.
- ⮡ I caned him so he wouldn’t do it again.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cane | canes |
cane (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη canard
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cane (it)
- (θηλαστικό ζώο) ο σκύλος
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Πτηνά (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Θηλαστικά (ιταλικά)
- Ζώα (ιταλικά)