certitude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]certitude (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η βεβαιότητα, το να είναι κανείς βέβαιος για κάτι, να μην έχει αμφιβολίες
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
certitude | certitudes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]certitude (fr) θηλυκό