coexistence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.ɛ.ɡzis.tɑ̃ːs/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
coexistence coexistences

coexistence (fr) θηλυκό