comète

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
comète comètes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
comète < λατινική cometa < αρχαία ελληνική κομήτης

Προφορά

[επεξεργασία]
 
ΔΦΑ : /kɔmɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

comète (fr) θηλυκό

  1. ο κομήτης
  2. (εραλδική) άστρο με οχτώ ακτίνες και κυματιστή ουρά