compile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]compile (en)
- συντάσσω, συνθέτω, καταρτίζω κάτι συγκεντρώνοντας στοιχεία από διάφορες πηγές
- (προγραμματισμός, πληροφορική-μεταγλώττιση) μεταγλωττίζω πηγαίο κώδικα σε εκτελέσιμο αρχείο