compliance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
compliance compliances

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

compliance < comply compli- + -ance

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

compliance (en)

  1. η συμμόρφωση, η συμφωνία, η συμβατότητα
  2. η προσαρμοστικότητα
  3. η ενδοτικότητα, η υποχωρητικότητα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]