concussion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]concussion (en)
- η διάσειση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.ky.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
concussion | concussions |
concussion (fr) θηλυκό
- υπεξαίρεση χρημάτων στο δημόσιο τομέα