concussion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

concussion (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ̃.ky.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
concussion concussions

concussion (fr) θηλυκό