confession
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
confession | confessions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]confession (en)
- η ομολογία
- η εξομολόγηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
confession | confessions |
confession (fr) θηλυκό
- η ομολογία
- η εξομολόγηση
- το θρήσκευμα, η θρησκεία