confession

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
confession confessions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

confession (en)

  1. η ομολογία
  2. η εξομολόγηση



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
confession confessions

confession (fr) θηλυκό

  1. η ομολογία
  2. η εξομολόγηση
  3. το θρήσκευμα, η θρησκεία

Συγγενικά

[επεξεργασία]