courroux

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
courroux < corropt < αρχαία γαλλική corrocier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ku.ʁu/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
courroux courroux

courroux (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]