courroux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- courroux < corropt < αρχαία γαλλική corrocier
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
courroux | courroux |
courroux (fr) αρσενικό
- ο έντονος θυμός
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- colère
- emportement
- fureur
- ire (αρχαία γαλλική)
- rage