décroissance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
décroissance < décroître

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /de.kʁwa.sɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
décroissance décroissances

décroissance (fr) θηλυκό

  1. η ελάττωση, η φθίση, ο μαρασμός
  2. (οικονομία, πολιτική) η αποανάπτυξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]