diablesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
diablesse | diablesses |
diablesse (fr) θηλυκό
- θηλυκός διάβολος
- (μεταφορικά) διαβολοκόριτσο, ζωηρό κορίτσι ή γυναίκα