diablesse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
diablesse, θηλυκό του diable

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diablesse diablesses

diablesse (fr) θηλυκό

  1. θηλυκός διάβολος
  2. (μεταφορικά) διαβολοκόριτσο, ζωηρό κορίτσι ή γυναίκα