edition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
edition | editions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]edition (en)
- η έκδοση ενός βιβλίου ή άλλου κειμένου που αναθεωρείται τακτικά
- ⮡ the newest edition of the book with corrections and improvements - η νεότερη έκδοση του βιβλίου με διορθώσεις και βελτιώσεις
- το τεύχος, το φύλλο, η έκδοση, μια συγκεκριμένη εφημερίδα ή περιοδικό, ή ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα, ειδικά ένα σε μια σειρά
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία](πληροφορική)