edition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
edition editions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

edition (en)

  1. η έκδοση ενός βιβλίου ή άλλου κειμένου που αναθεωρείται τακτικά
    ⮡  the newest edition of the book with corrections and improvements - η νεότερη έκδοση του βιβλίου με διορθώσεις και βελτιώσεις
  2. το τεύχος, το φύλλο, η έκδοση, μια συγκεκριμένη εφημερίδα ή περιοδικό, ή ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πρόγραμμα, ειδικά ένα σε μια σειρά
    ⮡  the latest edition of a magazine - το τελευταίο τεύχος ενός περιοδικού
    ⮡  The announcement is published in the Sunday edition of the newspaper.
    Η ανακοίνωση είναι δημοσιευμένη στο κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας.
    ⮡  in today’s edition of the Times - στη σημερινή έκδοση των Times
     συνώνυμα: issue

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

(πληροφορική)