era
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
era | eras |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]era (en)
- η εποχή, η περίοδος, ένα χρονικό διάστημα, συνήθως στην ιστορία, που διαφέρει από άλλα διαστήματα λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ή γεγονότων
- ⮡ the Classical/Byzantine/Christian era - η Κλασσική/Βυζαντινή/Χριστιανική εποχή
- ⮡ the Victorian era - η εποχή της Βικτωρίας
- ⮡ Roman era ruins - ερείπια Ρωμαϊκής εποχής
- ⮡ an era of prosperity/extravagance - μια εποχή ευημερίας/σπατάλης
- ⮡ the Christian era - η Χριστιανική περίοδος
- ≈ συνώνυμα: age, day, epoch, period και time
Πηγές
[επεξεργασία]- era - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 333, 687. ISBN 9780194325684., λήμμα: εποχή, περίοδος
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]era (pl) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]era (pt)