etimologia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
etimologia | etimologie |
etimologia (it) θηλυκό
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]etimologia (ca) θηλυκό