fell

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας fell
γ΄ ενικό ενεστώτα fells
αόριστος felled
παθητική μετοχή felled
ενεργητική μετοχή felling

fell (en)

  1. (μεταβατικό) ρίχνω κάτω, κόβω ένα δέντρο
    ⮡  I fell a tree.
    Ρίχνω κάτω ένα δέντρο.
  2. (μεταβατικό, λογοτεχνικό) ρίχνω κάτω, κάνω κάποιον να πέσει στο έδαφος
    ⮡  He felled his opponent with one blow.
    Έριξε κάτω τον αντίπαλό του με ένα χτύπημα.
     συνώνυμα: knock down

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

fell (en)