fit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός fit
συγκριτικός fitter
υπερθετικός fittest

fit (en)

  1. υγιής και ικανός, ειδικά επειδή κάνω τακτική σωματική άσκηση
    ⮡  I do exercises to keep fit.
    Κάνω ασκήσεις για να διατηρηθώ υγιής.
    ⮡  He is not fit for work/to travel yet.
    Δεν είναι ικανός για δουλειά/να ταξιδέψει ακόμα.
  2. κατάλληλος, άξιος, ενδεδειγμένος, σωστός
    ⮡  It isn’t fit to eat/to drink.
    Δεν είναι κατάλληλο για φάγωμα/για πιόσιμο.
    ⮡  a meal fit for a king - γεύμα άξιο για βασιλιά
    ⮡  He is not fit for the position.
    Δεν είναι ενδεδειγμένος για τη θέση.
    ⮡  Do as you see fit.
    Κάνε ό,τι θεωρείς σωστό.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fit fits

fit (en)

  1. η προσαρμογή
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, για ρούχα
    ⮡  The dress is a perfect fit.
    Το φόρεμα έχει τέλεια εφαρμογή.
    ⮡  tight fit - στενή εφαρμογή (π.χ. για παντελόνι που είναι στενό από το σχεδιασμό του)
  3. (Χρειάζεται επεξεργασία)
ενεστώτας fit
γ΄ ενικό ενεστώτα fits
αόριστος fit
παθητική μετοχή fit
ενεργητική μετοχή fitting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

fit (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, όχι στα continuous tenses) ταιριάζω, στρώνω, είναι το σωστό σχήμα και μέγεθος για κάποιον ή κάτι
    ⮡  The shoes don’t fit me, they are small/big on me.
    Τα παπούτσια δε μου ταιριάζουν, μου είναι μικρά/μεγάλα.
    ⮡  I don’t find a lid that fits the container.
    Δε βρίσκω καπάκι που να ταιριάζει στο δοχείο.
    ⮡  This shirt fits you nicely
    Στρώνει ωραία πάνω σου αυτό το πουκάμισο. (κυριολεκτικά: σου στρώνει ωραία)
  2. (αμετάβατο) χωράω, πηγαίνω, παίρνω, έχω το σωστό μέγεθος, τύπο ή αριθμό για να πάω κάπου
    ⮡  How much wine fits in this barrel?
    Πόσο κρασί χωράει αυτό το βαρέλι;
    ⮡  We all fit in the car./The car will fit all of us.
    Χωράμε όλοι στο αυτοκίνητο.
    ⮡  She has accumulated a lot of trash in the storage room and we can’t fit inside.
    Έχει συσσωρεύσει πολλή σαβούρα στην αποθήκη και δεν χωράμε να μπούμε.
    ⮡  The clothes must be compressed to fit into the suitcase.
    Πρέπει να συμπιεστούν τα ρούχα για να χωρέσουν στη βαλίτσα.
    ⮡  Will all these clothes fit into one suitcase?
    Θα πάνε/πάρει όλα αυτά τα ρούχα σε μια βαλίτσα;
     συνώνυμα:  accommodate, go, hold, seat και take
  3. (μεταβατικό) βάζω κάτι κάπου
    ⮡  I am fitting a lock to a door.
    Βάζω κλειδαριά σε μια πόρτα.
  4. ταιριάζω