flour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
flour flours

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

flour (en)

  • το αλεύρι
    ⮡  barley flour - αλεύρι κριθαριού
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 31. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αλεύρι