fraction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fraction (en)

  1. κλάσμα, μέρος
  2. (μαθηματικά) κλάσμα

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fraction fractions

fraction (fr) θηλυκό

  1. (μαθηματικά) το κλάσμα
  2. το τμήμα, το μέρος

Συγγενικά

[επεξεργασία]