futur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
futur futurs

futur (fr) αρσενικό

  1. το μέλλον
  2. (γραμματική) ο μέλλοντας

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό futur futurs
θηλυκό future futures

futur (fr)