gaffe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gaffe (en)

  • η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gaffe gaffes

gaffe (fr) θηλυκό

  1. η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gaffe gaffes

gaffe (fr) θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) λαβή που έχει στην άκρη του μια αιχμή ή/και ένα αγκίστρι. Χρησιμεύει για να αρπάξει ένα σκοινί, ένα ψάρι, κ.α.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gaffe gaffes

gaffe (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) προσοχή στην έκφραση: faire gaffe: προσέχω

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

gaffe (it)