gaffe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gaffe (en)
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
- η γκάφα, ανόητο λάθος που γίνεται δημόσια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) λαβή που έχει στην άκρη του μια αιχμή ή/και ένα αγκίστρι. Χρησιμεύει για να αρπάξει ένα σκοινί, ένα ψάρι, κ.α.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
gaffe | gaffes |
gaffe (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]gaffe (it)
- πληθυντικός του gaffa