gas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gas-

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
gas < (άμεσο δάνειο) ολλανδική gas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gas gases

gas (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το αέριο, φυσικό σώμα σε αέρια κατάσταση
    ⮡  compressed gas - πεπιεσμένο αέριο
    ⮡  condensed gas - συμπυκνωμένο αέριο
    ⮡  Hydrogen and oxygen are gases.
    Το υδρογόνο και το οξυγόνο είναι αέρια.
    ⮡  liquified gas - υγραέριο
  2. (μη μετρήσιμο) το γκάζι, το φωταέριο, ένα συγκεκριμένο είδος αερίου ή μείγμα αερίων που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για θέρμανση και μαγείρεμα
    ⮡  They detected a gas leak.
    Ανίχνευσαν μια διαρροή γκαζιού.
    ⮡  We cooked with gas.
    Μαγειρέψαμε με γκάζι.
  3. (μη μετρήσιμο) το αέριο, ένα συγκεκριμένο είδος αερίου που χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια μιας ιατρικής επέμβασης, για να κάνω τον ασθενή αναίσθητο ή να μειώσει τον πόνο
    ⮡  laughing gas - αναισθητικό αέριο
  4. (μη μετρήσιμο) το αέριο, ένα συγκεκριμένο είδος αερίου που χρησιμοποιείται στον πόλεμο για να σκοτώσει ή να τραυματίσει ανθρώπους ή χρησιμοποιείται από την αστυνομία για τον έλεγχο ανθρώπων
    ⮡  asphyxiating gas - ασφυξιογόνο αέριο
    ⮡  tear gas - δακρυγόνο αέριο
    ⮡  poisonous gas - δηλητηριώδες αέριο
  5. (μόνο ενικός, the gas) το γκάζι, το πεντάλ που τροφοδοτεί τη μηχανή του αυτοκινήτου με βενζίνη
    ⮡  Press/release the gas.
    Πατάω/αφήνω το γκάζι.
    ⮡  Step on the gas, let’s go.
    Πάτα γκάζι να φύγουμε.
     συνώνυμα:  accelerator και gas pedal
  6. (μη μετρήσιμο) η πορδή, το μεθάνιο και εν γένει τα «αέρια» που εκλύονται από τον οργανισμό των ανθρώπων και των ζώων ως αποτέλεσμα της πέψης
    ⮡  I let out/passed gas.
    Άφησα/Αμόλησα πορδές.
    ⮡  He ate beans and disturbed us with his gas.
    Έφαγε φασόλια και μας τάραξε στις πορδές.
     συνώνυμα: fart
  7. εστία μαγειρέματος που λειτουργεί με υγραέριο (με γκάζι)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
gas < περικοπή του gasoline

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gas (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gas (it)

  1. αέριο
  2. γκάζι
  3. πατάω γκάζι στο αυτοκίνητο