go around
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | go around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes around |
αόριστος | went around |
παθητική μετοχή | gone around |
ενεργητική μετοχή | going around |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]go around (en)
- γυρίζω, συχνά βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ Are you mad? You’re going around naked in the cold!
- Τρελός είσαι και γυρίζεις γυμνός μέσα στο κρύο;
- ≈ συνώνυμα: go about (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ Are you mad? You’re going around naked in the cold!
- κυκλοφορώ από άτομο σε άτομο
- ⮡ A story/rumor is going around that…
- Κυκλοφορεί μια ιστορία/μια διάδοση ότι…
- ≈ συνώνυμα: go about (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ A story/rumor is going around that…
- γυρίζω, επισκέπτομαι κάποιον ή ένα μέρος που είναι κοντά
- ⮡ At night, we were going around to all the nightclubs.
- Τα βραδιά γυρίζαμε όλα τα νυχτερινά κέντρα.
- ⮡ At night, we were going around to all the nightclubs.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- go round (ειδικά βρετανικά αγγλικά)
Πηγές
[επεξεργασία]- go around - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 203. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω