guard

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
guard guards

guard (en)

  1. ο φρουρός, ο φύλακας
    ⮡  They will station guards by the stairs.
    Θα τοποθετήσουν φρουρούς στη σκάλα.
  2. (μη μετρήσιμο) ο φύλακας, η πράξη ή το καθήκον προστασίας περιουσιακών στοιχείων, τόπων ή ανθρώπων από επίθεση ή κίνδυνο
    ⮡  a guard dog - σκύλος φύλακας
  3. η φρουρά
    ⮡  the changing of the guard - η αλλαγή φρουράς
  4. μέρος, τμήμα μηχανισμού που αποτρέπει την πρόσβαση σε επικίνδυνα σημεία του
  5. παίκτης του μπάσκετ που είναι κοντός και γι' αυτό παίζει σε συγκεκριμένες θέσεις
  6. παίκτης του αμερικανικού ποδόσφαιρου σε επιθετική θέση (ΗΠΑ)
  7. ο σιδηροδρομικός υπάλληλος που κάθεται συνήθως στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας guard
γ΄ ενικό ενεστώτα guards
αόριστος guarded
παθητική μετοχή guarded
ενεργητική μετοχή guarding

guard (en)