hétérosexuel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.te.ʁo.sɛ.ksɥɛl/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hétérosexuel | hétérosexuels |
θηλυκό | hétérosexuelle | hétérosexuelles |
hétérosexuel (fr)