infirmus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]infirmus (la)
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | infirmus | infirmī |
γενική | infirmī | infirmōrum |
δοτική | infirmō | infirmīs |
αιτιατική | infirmum | infirmōs |
κλητική | infirme | infirmī |
αφαιρετική | infirmō | infirmīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- infirmus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.