insensible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

insensible (en)

  1. αναίσθητος



      ενικός         πληθυντικός  
insensible insensibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

insensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αναίσθητος, ανάλγητος
  2. ανεπαίσθητος
  3. ασυγκίνητος

Συγγενικά

[επεξεργασία]