japan

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Japan

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

japan (en)

  • είδος σκληρού μαύρου σμάλτου που περιέχει άσφαλτο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

japan (sv) αρσενικό ή θηλυκό