kolbaso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- kolbaso < ρωσικά « колбаса » (kolbasa)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kolbaso | kolbasoj |
αιτιατική | kolbason | kolbasojn |
kolbaso (eo)
- το αλλαντικό