leader

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
leader leaders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leader < lead + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leader (en)

  1. ο ηγέτης, ο/η αρχηγός, άτομο που ηγείται μιας ομάδας ανθρώπων, ειδικά μιας χώρας, μιας οργάνωσης κτλ.
    ⮡  You are allowed to be happy about things the local leaders don’t like, going so far as to criticize them and stay alive.
    Επιτρέπεται να χαίρεσαι για πράγματα που δεν αρέσουν στους τοπικούς αρχηγούς, μέχρι και κριτική τους κάνεις και μένεις ζωντανός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss
  2. ο/η επικεφαλής, ένα άτομο ή ένα πράγμα που είναι το καλύτερο, ή στην πρώτη θέση σε έναν αγώνα, μια επιχείρηση κτλ.
    ⮡  The leader in the rankings has a ten-game winning streak.
    Η επικεφαλής της βαθμολογίας έχει σερί δέκα νίκες.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leader (fr)