leader
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
leader | leaders |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]leader (en)
- ο ηγέτης, ο/η αρχηγός, άτομο που ηγείται μιας ομάδας ανθρώπων, ειδικά μιας χώρας, μιας οργάνωσης κτλ.
- ο/η επικεφαλής, ένα άτομο ή ένα πράγμα που είναι το καλύτερο, ή στην πρώτη θέση σε έναν αγώνα, μια επιχείρηση κτλ.
- ⮡ The leader in the rankings has a ten-game winning streak.
- Η επικεφαλής της βαθμολογίας έχει σερί δέκα νίκες.
- ⮡ The leader in the rankings has a ten-game winning streak.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]leader (fr)
- ο ηγέτης, o πρωτοστάτης, ο πρωταίτιος