live
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά 1
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | live |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lives |
αόριστος | lived |
παθητική μετοχή | lived |
ενεργητική μετοχή | living |
live (en)
- (αμετάβατο) ζω, μένω, κατοικώ, έχω το σπίτι μου σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ⮡ He lives in London.
- Ζει στο Λονδίνο.
- ⮡ She’s living with her aunt for the time being.
- Ζει με την θεία της προσωρινά.
- ⮡ He was born in a small village, but lived and grew up in the city.
- Γεννήθηκε σ΄ ένα μικρό χωριό, έζησε όμως και μεγάλωσε στην πόλη.
- ⮡ Our dream is to live in the countryside.
- Το όνειρό μας είναι να ζήσουμε στην εξοχή.
- ⮡ Daphne is Greek and lives in Athens.
- Η Δάφνη είναι Ελληνίδα και μένει στην Αθήνα.
- ⮡ I live right downtown.
- Μένω ακριβώς στο κέντρο.
- ⮡ Do you live in Athens?
- Κατοικείτε στην Αθήνα;
- ⮡ When I retire, I will go and live in the country.
- Όταν πάρω τη σύνταξη θα εγκατασταθώ στην εξοχή.
- ⮡ He lives in London.
- (αμετάβατο) ζω, έχω ζωή
- ⮡ We can’t live without water.
- Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς νερό.
- ⮡ Life is worth living.
- Αξίζει να ζει κανείς.
- ⮡ She lived to a ripe old age.
- Έζησε μέχρι βαθιά γεράματα.
- ⮡ Our grandfather lived (for) over a hundred years.
- Ο παππούς μας έζησε πάνω από εκατό χρόνια.
- ⮡ A horse lives for about twenty years.
- Το άλογο ζει περίπου είκοσι χρόνια.
- ⮡ Platanus trees can live up to four thousand years.
- Τα πλατάνια μπορούν να ζήσουν ως τέσσερις χιλιάδες χρόνια.
- ⮡ We can’t live without water.
- (αμετάβατο) ζω σε μια συγκεκριμένη εποχή
- ⮡ When did she live?
- Πότε έζησε;
- ⮡ He lived in the past century.
- Έζησε (σ)τον περασμένο αιώνα.
- ⮡ When did she live?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζω με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ We live happily/quietly.
- Ζούμε ευτυχισμένα/ήσυχα.
- ⮡ He lived a peaceful and happy life.
- Έζησε μια ζωή ήρεμη και ευτυχισμένη.
- ⮡ We live happily/quietly.
- (αμετάβατο) ζω, μένω, που συνεχίζει να υπάρχει ή να θυμάται
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ζω, έχω μια συναρπαστική ζωή γεμάτη εμπειρίες
- ⮡ I want to live my life!
- Θέλω να ζήσω τη ζωή μου!
- ⮡ You know how to live!
- Εσύ ξέρεις να ζήσεις!
- ⮡ I want to live my life!
Παράγωγα
[επεξεργασία]Προφορά 2
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]live (en)
- ζωντανός, που ζει
- ⮡ live fish/bait - ζωντανό ψάρι/δόλωμα
- ζωντανός, για μια εκπομπή που μεταδίδεται ενώ συμβαίνει το συμβάν
- ⮡ The transmission of the game is live.
- Η μετάδοση του αγώνα είναι ζωντανή.
- ⮡ The transmission of the game is live.
- ζωντανός, για ένα θέαμα που συμβαίνει όταν ο κόσμος παρακολουθεί
- ⮡ a live recording of a theatrical performance - ζωντανή μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης
- ζωντανός, για ηχογράφηση που έγινε σε παράσταση, όχι σε στούντιο ηχογράφησης
- ⮡ a live recording of a concert - ζωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]live (en)
- ζωντανά, απευθείας, καθώς εξελίσσεται
- ⮡ The recital was broadcast live on the radio.
- Το ρεσιτάλ μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο.
- ⮡ The concert will be broadcast live.
- Η συναυλία θα μεταδοθεί απευθείας.
- ⮡ The recital was broadcast live on the radio.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Λήμματα με τον όρο 'live' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'live' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό