live

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά 1

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /lɪv/
ενεστώτας live
γ΄ ενικό ενεστώτα lives
αόριστος lived
παθητική μετοχή lived
ενεργητική μετοχή living

live (en)

  1. (αμετάβατο) ζω, μένω, κατοικώ, έχω το σπίτι μου σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  He lives in London.
    Ζει στο Λονδίνο.
    ⮡  She’s living with her aunt for the time being.
    Ζει με την θεία της προσωρινά.
    ⮡  He was born in a small village, but lived and grew up in the city.
    Γεννήθηκε σ΄ ένα μικρό χωριό, έζησε όμως και μεγάλωσε στην πόλη.
    ⮡  Our dream is to live in the countryside.
    Το όνειρό μας είναι να ζήσουμε στην εξοχή.
    ⮡  Daphne is Greek and lives in Athens.
    Η Δάφνη είναι Ελληνίδα και μένει στην Αθήνα.
    ⮡  I live right downtown.
    Μένω ακριβώς στο κέντρο.
    ⮡  Do you live in Athens?
    Κατοικείτε στην Αθήνα;
    ⮡  When I retire, I will go and live in the country.
    Όταν πάρω τη σύνταξη θα εγκατασταθώ στην εξοχή.
  2. (αμετάβατο) ζω, έχω ζωή
    ⮡  We can’t live without water.
    Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς νερό.
    ⮡  Life is worth living.
    Αξίζει να ζει κανείς.
    ⮡  She lived to a ripe old age.
    Έζησε μέχρι βαθιά γεράματα.
    ⮡  Our grandfather lived (for) over a hundred years.
    Ο παππούς μας έζησε πάνω από εκατό χρόνια.
    ⮡  A horse lives for about twenty years.
    Το άλογο ζει περίπου είκοσι χρόνια.
    ⮡  Platanus trees can live up to four thousand years.
    Τα πλατάνια μπορούν να ζήσουν ως τέσσερις χιλιάδες χρόνια.
  3. (αμετάβατο) ζω σε μια συγκεκριμένη εποχή
    ⮡  When did she live?
    Πότε έζησε;
    ⮡  He lived in the past century.
    Έζησε (σ)τον περασμένο αιώνα.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζω με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  We live happily/quietly.
    Ζούμε ευτυχισμένα/ήσυχα.
    ⮡  He lived a peaceful and happy life.
    Έζησε μια ζωή ήρεμη και ευτυχισμένη.
  5. (αμετάβατο) ζω, μένω, που συνεχίζει να υπάρχει ή να θυμάται
    ⮡  This moment will live in our memory for many years to come.
    Αυτή η στιγμή θα ζει/μείνει στη μνήμη μας για πολλά χρόνια ακόμη.
     συνώνυμα: live on
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) ζω, έχω μια συναρπαστική ζωή γεμάτη εμπειρίες
    ⮡  I want to live my life!
    Θέλω να ζήσω τη ζωή μου!
    ⮡  You know how to live!
    Εσύ ξέρεις να ζήσεις!

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Προφορά 2

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /laɪv/

Επίθετο

[επεξεργασία]

live (en)

  1. ζωντανός, που ζει
    ⮡  live fish/bait - ζωντανό ψάρι/δόλωμα
  2. ζωντανός, για μια εκπομπή που μεταδίδεται ενώ συμβαίνει το συμβάν
    ⮡  The transmission of the game is live.
    Η μετάδοση του αγώνα είναι ζωντανή.
  3. ζωντανός, για ένα θέαμα που συμβαίνει όταν ο κόσμος παρακολουθεί
    ⮡  a live recording of a theatrical performance - ζωντανή μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης
  4. ζωντανός, για ηχογράφηση που έγινε σε παράσταση, όχι σε στούντιο ηχογράφησης
    ⮡  a live recording of a concert - ζωντανή ηχογράφηση μιας συναυλίας

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]

live (en)

  • ζωντανά, απευθείας, καθώς εξελίσσεται
    ⮡  The recital was broadcast live on the radio.
    Το ρεσιτάλ μεταδόθηκε ζωντανά από το ραδιόφωνο.
    ⮡  The concert will be broadcast live.
    Η συναυλία θα μεταδοθεί απευθείας.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]