longer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈlɒŋ.ɡə/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈlɔŋ.ɡɚ/ (ΗΠΑ)
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

longer (en)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

longer (en)