majority

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
majority majorities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

majority (en)

  1. (ενικός) η πλειοψηφία, η πλειονότητα, ο μεγαλύτερος αριθμός, το μεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση με ένα σύνολο
    The majority of Greeks are in favor of a united Europe.
    Η πλειοψηφία των Ελλήνων είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης.
    The government has the majority of the company’s shares.
    Το δημόσιο έχει την πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης.
    The inhabitants of the area are by majority refugees.
    Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες.
  2. η πλειοψηφία, ο αριθμός των ψήφων με τις οποίες κάποιος κερδίζει στις εκλογές
    A two-thirds majority is required for the election of the president.
    Για την εκλογή προέδρου απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων.